- ἠγόρασε
- ἀγοράζωfrequent theaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отрочищь — ОТРОЧИЩ|Ь (13), А с. То же, что отрокъ в 1 знач.: еще же и Гисила ѹ [так! Γησίλαος] красна въсхотѣ ѡтрочища и хотѧщю ѥго възлюбити, възбрани ѥму бѣгати вреда. (παιδός) ГА XIV1, 150б; Въ д҃ни ц҃рѧ леона. и алексанъдра кнѧзь нѣкто в пелонисѣ. крени … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek